πυργοειδές

πυργοειδές
πυργοειδής
like a tower
masc/fem voc sg
πυργοειδής
like a tower
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • ακροκεφαλία — Παθολογική παραμόρφωση του κρανίου που προκαλείται από την πρόωρη συνοστέωση ορισμένων ραφών με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ύψος του κεφαλιού και να αποκτά το κεφάλι σχήμα πυργοειδές. Η α., που πιθανώς οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές,… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • σκαλαρία — (scalaria). Μικρό γαστερόποδο μαλάκιο της οικογένειας των Σκαλαριδών ή Σκαλιδών, της τάξης των μονωτοκάρδων ή κτενοβραγχίων. Ζει στη θάλασσα και είναι σαρκοφάγο. Το όστρακο του, μήκους 3 περίπου εκ., είναι πυργοειδές και σε κάθε σπείρα έχει… …   Dictionary of Greek

  • ακροκεφαλία — η (ιατρ.), παθολογική παραμόρφωση του κρανίου με αποτέλεσμα αυτό να παίρνει σχήμα πυργοειδές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”